"Μεταρρύθμιση του Εκπαιδευτικού μας Συστήματος, 
Η Θέση κι ο Ρόλος των ΤΕΙ στο Πλαίσιο Αυτής"

Νίκος Βαρδής
Πρώην Καθηγητής ΤΕΙ, Πρόεδρος του ΤΕΙ Ηρακλείου 
και Ειδικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας για τα ΤΕΙ.

Ιούνιος 1999,  Ηράκλειο.
 

Εισαγωγή.

Κοντά  στο τέλος της δεκαετίας που διανύουμε ωριμάζει πλέον η ιδέα για αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα, εφόσον όχι μόνο το απαιτούσαν οι συνθήκες αλλά, επειδή το ίδιο δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εξελισσόμενης κοινωνίας λόγω της νοσηρότητας που παρουσίαζε. Αποπειράται λοιπόν μια αλλαγή αναγκαστικά, ως καρπός αλλεπάλληλων χρόνιων τριβών και αντιπαραθέσεων των τελευταίων δεκαετιών, όχι όμως στο βαθμό που απαιτείτο ή ορθά θα αποκαλούνταν αλλαγή, αλλά μόνο ως μεταρρύθμιση. Δηλαδή, μια «μεταρρύθμιση»  που σημαίνει ήπιας μορφής εκπαιδευτική τροποποίηση και όχι μια εκ θεμελίων ανατροπή «επαναστατική»  της ελληνικής παιδείας που ήταν επιτακτική για να ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.
 Με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα και εξελίξεις, στο χώρο κυρίως της Μέσης Εκπαίδευσης, αναδείχθηκαν αρκετά θέματα που αφορούσαν αλλά και αφορούν διάφορες πλευρές της περίφημης αυτής μεταρρύθμισης. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι μια κριτική ανάλυση, στο μέτρο του δυνατού, των θεμάτων των οποίων άπτονται της μεταρρύθμισης και όχι μία εφ’ όλης της ύλης θεώρηση. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην επισήμανση και την απομόνωση των ιδιαίτερων μορφών εκείνων όπου ενσωματώνονται σε δύο βασικές πλευρές επιχειρημάτων τα οποία έχουν άμεση σχέση με τα εκπαιδευτικά  μας πράγματα.
Η πρώτη πλευρά προβλήθηκε από τους υποστηρικτές της μεταρρύθμισης, κυρίως της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, αναδεικνύοντας το επιχείρημα πως όσοι είχαν αντιρρήσεις προς αυτήν απλά δεν πρόσφεραν λύση εφόσον δεν πρότειναν εναλλακτικές ιδέες ή μοντέλο. Η δεύτερη πλευρά, σχετίζεται  με την παθογένεια που χαρακτηρίζει τη σιωπηρή αντιμετώπιση αυτών των ενεργειών. Δηλαδή, την ενδοτικότητα που διαφαίνεται και που απορρέει από μια άκρα σιωπή στις τυχόν συνέπειες της μεταρρύθμισης. Συνέπειες όμως που εκτείνονται στα πλαίσια των ΤΕΙ για το ρόλο και τη θέση τους καθώς και της επαγγελματικής τεχνικής εκπαίδευσης γενικότερα.
Οι παρακάτω σελίδες, στα επιτρεπτά όρια ενός άρθρου, συγκροτούν μια προσπάθεια συνοπτικής προσέγγισης και ανάλυσης των συνεπειών εκείνων που σχετίζονται με τις παραπάνω πλευρές, ιδεών και επιχειρημάτων, για τις τελικές ρυθμίσεις της μεταρρύθμισης.

1.  Η Εκπαιδευτική  Μεταρρύθμιση που δεν  Έγινε :

Είναι γεγονός ότι η δομή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και η  ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης συνολικά, είναι θέμα σύνθετο και πολυσήμαντο, με  αποτέλεσμα να μην εμπίπτει αποκλειστικά στις δυνατότητες ενός ατόμου  ή μιας μικρής ομάδας ατόμων. Είναι θέμα όλων των μερών που απαρτίζουν το σύνολο γι’ αυτό και πρέπει να σχεδιάζεται με διαφάνεια και με αληθινές δημοκρατικές διαδικασίες. Πολύ περισσότερο, που η εκπαίδευση αποτελεί τον πυρήνα του εν γένει γίγνεσθαι ενός κοινωνικού συνόλου με ότι αυτό συνεπάγεται.
            Ωστόσο, παρά τους περιορισμούς, είναι γεγονός πως το σημαντικό ρόλο για τη δομή και το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού συστήματος έχει ο καθορισμός των επιδιωκόμενων γενικών στόχων μέσω του συστήματος, αφού με βάση τους στόχους διαρθρώνονται τα παραπάνω. Δηλαδή, δομή και περιεχόμενο. Τη δυνατότητα που μπορεί να έχει το μεμονωμένο άτομο δύναται να γίνει χρήση στο παρόν κείμενο, με δεδομένη την επιφύλαξη όσον αφορά τους παραπάνω περιορισμούς.
Από τις διατάξεις του βασικού νόμου-πλαισίου της μεταρρύθμισης  για το Ενιαίο Λύκειο προκύπτει ότι από, προϋπάρχοντα της μεταρρύθμισης, στοιχεία ή χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος α. Διατηρούνται:
  ι.   Η δομή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή, Γυμνάσιο και Λύκειο     τριετούς φοίτησης,  αντίστοιχα.
 ιι.  Ο διττός χαρακτήρας του Λυκείου ως Σχολείου "Γενικής Παιδείας" και         "Μετάβασης" των αποφοίτων του στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
  ιιι.   Η διάσταση της χρονικής διάρκειας μεταξύ "Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης" που κατά το Σύνταγμα  ορίζεται ως τουλάχιστον εννεαετής, έχει δε οριστεί ως εννεαετής  και "Γενικής Παιδείας"  η οποία συνεχίζεται παρεχόμενη και στα τρία έτη του Ενιαίου Λυκείου με γενικά μαθήματα σε διάφορα ποσοστά επί του συνόλου των μαθημάτων.
   ιν.  Ο ρόλος των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως παθητικών υποδοχέων των υποψηφίων φοιτητών.

β. Αλλάζουν:
 ι. Η διαδικασία εισαγωγής των υποψηφίων στα ιδρύματα της Τριτοβάθμιας         Εκπαίδευσης με την κατάργηση Δεσμών και Γενικών Εξετάσεων.
ιι  Το κριτήριο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με την καθιέρωση κυρίως του βαθμού του απολυτηρίου του Λυκείου που διαμορφώνεται από τους γενικούς μέσους όρους της Β΄ και Γ΄ Λυκείου, επί 3 και 7, αντίστοιχα. Οι όροι αυτοί με τη σειρά τους διαμορφώνονται από τους βαθμούς όλων των μαθημάτων των αντίστοιχων παραπάνω τάξεων κατόπιν εξετάσεων.
ιιι Ο βαθμός ενδιαφέροντος των γενικών μαθημάτων της Β΄ και Γ΄ Λυκείου για         τους λόγους που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.
ιν  Ο βαθμός "δυσκολίας" της παρεχόμενης γενικής παιδείας στο Λύκειο σε σχέση         με την αντίστοιχη που παρέχεται στο Γυμνάσιο, αφού η πρώτη σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου, αποτελεί βασικό στόχο του Ενιαίου Λυκείου και ορίζεται ως υψηλού επιπέδου.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις συνάγεται το συμπέρασμα ότι: α. Στόχος της μεταρρύθμισης μεταξύ άλλων είναι η τόνωση του ενδιαφέροντος των μαθητών της Β΄ και Γ΄ Λυκείου για τα μαθήματα γενικής παιδείας, σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς των Δεσμών. Μέσο για την τόνωση αυτή είναι η "συγκόλληση" του βαθμού του απολυτηρίου του Λυκείου καθώς και του τρόπου εξαγωγής του με τη διαδικασία εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. β. Τα αίτια της πρόσφατης αναταραχής στη Μέση Εκπαίδευση οφείλονται στην παραπάνω "συγκόλληση" που προκαλεί "υπερθέρμανση", λόγω της μεγάλης σημασίας των εξετάσεων σε όλα τα μαθήματα της Β΄ και Γ΄ Λυκείου, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της δομής της Μέσης Εκπαίδευσης πριν τη μεταρρύθμιση. Γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά και αμφιβολίες για τα εξαγγελθέντα περί ανοικτών οριζόντων, ελεύθερης πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, κατάργηση των εξετάσεων και άλλα. από πλευράς του Υπουργείου Παιδείας. γ. Η  λύση του προβλήματος κατά συνέπεια, φαίνεται καθαρά ότι βρίσκεται στην αλλαγή της δομής της Μέσης Εκπαίδευσης και του ρόλου των επί μέρους τμημάτων της, εφόσον η διατήρηση της και μόνο μονιμοποιεί τη δυσλειτουργικότητα και στασιμότητα του συστήματος της Ελληνικής Παιδείας. Με άλλα λόγια, η ίδια αυτή δομή με το διττό χαρακτήρα του Λυκείου δεν αφήνουν περιθώρια για εναλλακτικές λύσεις ή προοπτικές πέραν του καταργηθέντος συστήματος που είναι αδιαφορία για τα γενικά μαθήματα. Ούτε όμως και από το νέο σύστημα αναδύεται αισιοδοξία λόγω δημιουργίας μιας υπερθέρμανσης του ενδιαφέροντος για τα γενικά μαθήματα. Επομένως, στη δομή συνυπάρχουν οι παραπάνω τάσεις που αποτελούν δύο ακραίες περιπτώσεις ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο που δεν είναι άλλος από το ενδιαφέρον των μαθητών για τα μαθήματα γενικής παιδείας.
Mετά τη διαπίστωση πως η υπέρβαση αυτού του προβλήματος είναι δυνατή μόνο με  το σχεδιασμό του συστήματος Μέσης  Εκπαίδευσης που θα είναι απαλλαγμένο από το ρόλο ως σχολείου πρόσβασης στην  Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και εφόσον τεθεί ως γενικός στόχος η διαχρονική βελτίωση του μέσου επιπέδου γενικής παιδείας του πληθυσμού, προκύπτουν οι εξής μεταβολές. Πρώτον, χρονική ταύτιση των παραμέτρων της "Υποχρεωτικής Φοίτησης ή Παιδείας" και της "Γενικής Παιδείας" ώστε η πρώτη να παύσει να είναι ελλειμματική σε όρους της δεύτερης. Δεύτερον, μεταφορά όλων των γενικών μαθημάτων από το Λύκειο στο Γυμνάσιο. Τρίτον, αύξηση των ετών φοίτησης του Γυμνασίου και αντίστοιχη μείωση αυτών του Λυκείου. Στην περίπτωση αυτή οι δυνατές παραλλαγές αντιστοιχούν σε 0, 1 ή 2 έτη σπουδών του Λυκείου. Η πρώτη προκαλεί κατάργηση του Λυκείου και επαναφορά του εξαταξίου γυμνασίου, οπότε προκύπτει εκ νέου το ζήτημα του τρόπου εισαγωγής των αποφοίτων του στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Στις άλλες δύο περιπτώσεις, η σχετική επιλογή εξαρτάται από το βαθμό αναδιάρθρωσης των προγραμμάτων σπουδών ολοκλήρου του συστήματος γενικής ή υποχρεωτικής παιδείας σε συνδυασμό με το ρόλο και το χαρακτήρα του Λυκείου.
Οι συνέπειες των παραπάνω μετατροπών είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, το Γυμνάσιο επανακτεί τον κοινωνικό του χαρακτήρα αφού θα παρέχει ολοκληρωμένη γενική παιδεία χωρίς περιορισμούς. Δεύτερον, το Λύκειο, εκτός της μόνης περίπτωσης κατάργησής του,  διατηρεί μόνο το χαρακτήρα σχολείου "μετάβασης" στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και στην κατάρτιση ή  εργασία γενικότερα σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, με συνεργασία ή μη των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τρίτον, η υποχρεωτική ή γενική παιδεία απαγκιστρώνεται από το σύστημα μετάβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, μπορεί δε και πρέπει να είναι υψηλού επιπέδου από κάθε άποψη στο σύνολό της. Τέταρτον, στο Λύκειο είναι δυνατόν να προσφέρονται μαθήματα ελεύθερα χωρίς Δέσμες ή Κατευθύνσεις. Οι μαθητές, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούν να επιλέγουν μαθήματα σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Τμημάτων των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης οι οποίες θα είναι ήδη γνωστές ως προς τα μαθήματα και τους βαθμούς σε συνδυασμό με τις προσωπικές τους επιλογές. Πέμπτον, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, ορίζει τον ελάχιστο αριθμό εισακτέων στα τμήματα των ιδρυμάτων,  ενώ αυτά αποφασίζουν για την υπέρβαση του αριθμού αυτού σύμφωνα πάντα με τις δικές τους εκτιμήσεις και επιδιώξεις. Έκτον, είναι αρκετά εμφανές ότι με τα παραπάνω τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετατρέπονται από "παθητικοί υποδοχείς"σε "ενεργούς συμμέτοχους" του συστήματος.

2.  Θέση και Ρόλος των ΤΕΙ στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης.

Προκειμένου να γίνει κατανοητό το ζήτημα, που θίγεται σ’ αυτό το μέρος, κρίνεται αναγκαία μια σύντομη αναδρομή. Σύμφωνα με τη συνταγματική διάταξη  για την παιδεία, στην οποία δεν απαντάται ο όρος Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, γίνεται σαφής διάκριση της μετά-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε Ανώτατη, όπου αναφέρεται στην Παράγραφο 5, και σε Ανώτερη στην παράγραφο 7. Η τελευταία, δηλαδή η ανώτερη, αφορά στην επαγγελματική ή άλλη ειδική εκπαίδευση διάρκειας μέχρι τριών ετών. Για την εισαγωγή των φοιτητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με το νόμο 1351,  καθιερώνεται αυτός ο όρος χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα παρερμηνείας αφού στο κείμενο ακολουθείται η παραπάνω συνταγματική διάκριση
Με τον ιδρυτικό νόμο των ΤΕΙ το 1983, καταργείται ο νόμος 576/1977 για την Οργάνωση και Διοίκηση της Μέσης και Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και υποκαθίστανται οι όροι ΄Τεχνική-Επαγγελματική Εκπαίδευση΄ και Ανωτέρα Εκπαίδευση με τους όρους "Τεχνολογική Εκπαίδευση" και "Τριτοβάθμια Εκπαίδευση", αντίστοιχα, δημιουργώντας  με αυτό τον τρόπο  μια πρώτη  ψευδαίσθηση ότι κάτι ουσιαστικό άλλαξε στη δομή της μετά-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ομως, η ουσία της παραπάνω συνταγματικής διάταξης δεν είναι δυνατό να μεταβληθεί μόνο με την αλλαγή χρησιμοποιούμενων όρων. Έτσι, στο άρθρο 51 παρ. 4 του νόμου για τα ΤΕΙ, ορίζεται ότι στις διατάξεις του νόμου 1351 όπου αναφέρονται ανώτερες σχολές αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας ή εκπαιδευόμενοι της τριτοβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης νοούνται στο εξής τα ΤΕΙ και οι σπουδαστές τους για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, η συνέχεια της εν λόγω  συνταγματικής ρύθμισης  διασφαλίζεται.
Το συμπέρασμα που συνάγεται από τη σύντομη αυτή έκθεση του θέματος, είναι ότι κάθε   προσπάθεια, για οποιοδήποτε λόγο, να αντιμετωπισθεί το θέμα της δομής της μετά-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ως θέμα τύπου,  δηλαδή ορολογίας και όχι ως θέμα ουσίας, οδηγείται σε αποτυχία και προκαλεί μεγαλύτερη σύγχυση και καιροσκοπισμό.      Το γεγονός ότι το ζήτημα της σχέσης ΑΕΙ  και ΤΕΙ είναι, σε τελική ανάλυση, ζήτημα ουσίας, συνεπώς ζήτημα ποιοτικού επιπέδου της παρεχόμενης αντίστοιχα εκπαίδευσης, προκύπτει ευθέως και από τη διατύπωση  της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος. Στη διατύπωση αυτή, ορίζεται ότι  η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.
Είναι αρκετά έκδηλο ότι στην εν λόγω διάταξη δεν γίνεται αναφορά σε ιδρύματα αλλά προσδιορίζεται μονάχα το επίπεδο ή η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης ως ‘ανώτατη’ από τα συγκεκριμένα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Υπό το πρίσμα αυτό και με αναφορά μόνο σε ότι σχετίζεται με τα ΤΕΙ, θα εξεταστούν στη συνέχεια τα νομοθετήματα της μεταρρύθμισης.
1. Με το νόμο 2530  για την υπηρεσιακή κατάσταση  και αναμόρφωση του μισθολογίου του ΔΕΠ. των ΑΕΙ και του ΕΠ. των ΤΕΙ, κατά το μέρος που αφορά στα ΤΕΙ, πραγματοποιούνται τα ακόλουθα. α. Μία συλλήβδην γενίκευση, ανεξάρτητα τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, στην απόδοση ιδιοτήτων, αρμοδιοτήτων και ανάθεση καθηκόντων  και σε μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού των ΤΕΙ στις οποίες δεν δύνανται να ανταποκριθούν και τα οποία (καθήκοντα) δεν δύνανται να εκτελέσουν.
Συνοπτικά παρατίθενται τα ακόλουθα σχετικά:  ι.  Τα μέλη του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των ΤΕΙ είναι δημόσιοι λειτουργοί και απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των διδακτικών και …ερευνητικών τους καθηκόντων.  Επίσης, τα μέλη ΕΠ των ΤΕΙ έχουν την υποχρέωση να παρέχουν διδακτικό, ερευνητικό επιστημονικό …έργο όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφο 2. Οπου, το διδακτικό έργο περιλαμβάνει διδασκαλία προπτυχιακών, μεταπτυχιακών μαθημάτων και συνεργασία με προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς φοιτητές, ενώ το ερευνητικό περιλαμβάνει βασική ή εφαρμοσμένη έρευνα και καθοδήγηση μεταπτυχιακών διπλωμάτων ειδίκευσης. ιι. Τα εν λόγω μέλη, με πλήρη απασχόληση, δύνανται να συμμετέχουν σε διοικούσες επιτροπές ΑΕΙ και ως μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, του Επιστημονικού Συμβουλίου και των Επιτροπών της Βουλής. β. Τα παραπάνω δεν προβλέπεται να αποτελούν κριτήρια για διορισμό ή εξέλιξη των μελών του Εκπαιδευτικού Προσωπικού  των ΤΕΙ, με αποτέλεσμα να καθίστανται κενό γράμμα, εκ προοιμίου, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους θεσμούς.  γ. Παρατηρείται μια προσπάθεια δημιουργίας εντύπωσης πως η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση συγκροτείται μόνο από τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, με όλα τα παρεπόμενα, αφού με σχετικό άρθρο για την αποσύνδεση μισθολογίων ορίζεται ότι οι σχετικές  διατάξεις των άρθρων 13,14 και 15, που είναι του μισθολογίου, εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο σε μέλη ΔΕΠ. των ΑΕΙ  και μέλη ΕΠ. των ΤΕΙ. δ.  Διάψευση της εν λόγω εντύπωσης εμφανίζεται στο μισθολόγιο όλων των άλλων σχολών επειδή είναι πανομοιότυπο με αυτό των εκπαιδευτικών των ΤΕΙ χωρίς να γίνεται μνεία γι’ αυτές. Συγκεκριμένα, στον ίδιο ως άνω νόμο ορίζεται ότι στους καθηγητές της Σχολής Εκπαίδευσης Λειτουργών Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΣΕΛΕΤΕ) και των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών καταβάλλεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις των παραγράφων 1 και 2 του ¶ρθρου 15 όπου αφορά το μισθολόγιο του ΕΠ των ΤΕΙ. ε. Ταυτόχρονα, με την προηγούμενη συγκόλληση, καθιερώνεται η αποκόλληση του μισθολογίου του ΕΠ των ΤΕΙ από αυτό του ΔΕΠ των ΑΕΙ. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός εν προκειμένω, ότι η εξάρτηση του  μισθολογίου της Ανώτερης Τεχνικής Εκπαίδευσης από αυτό των ΑΕΙ χρονολογείται από την εποχή εκείνη του Μικρού Πολυτεχνείου και κατά συνέπεια η εν λόγω αποκόλληση είναι πράξη θεσμικού χαρακτήρα. ζ. Τέλος, παρατηρείται ότι διατηρούνται σταθερά οι αποστάσεις των ΑΕΙ από τα ΤΕΙ. Συγκεκριμένα, ενώ το μέρος του επίμαχου νόμου, που αφορά τα ΤΕΙ είναι πιστή αντιγραφή του αντίστοιχου μέρους που αφορά τα ΑΕΙ, απαλείφεται  από το έργο του ΕΠ των ΤΕΙ η καθοδήγηση διδακτορικής διατριβής. Εντούτοις, διατηρείται ο χαρακτηρισμός  του εκπαιδευτικού προσωπικού των ΤΕΙ ως ΕΠ  κατ’ αντιδιαστολή  από  αυτόν του ΔΕΠ των ΑΕΙ, που είναι επίσης πράξεις θεσμικού χαρακτήρα.
Μετά τα παραπάνω εκτεθέντα συμπεραίνεται ότι ο εν λόγω νόμος θα ήταν δυνατό να αποτελέσει μοχλό ουσιαστικής αναβάθμισης των ΤΕΙ. Όμως, αντί αυτού, για τους λόγους που ήδη έχουν αναφερθεί, προκαλείται μια πρώτη θεσμικού χαρακτήρα υποβάθμιση των ΤΕΙ, παρά την εικόνα που παρουσιάζεται. Ενώ παράλληλα αποτελεί και παράδειγμα προς αποφυγήν εξ αιτίας των αρνητικών επιπτώσεων επί των θεσμών που αφορά ή εμπλέκονται.
 2.  Με το Νόμο 2525 για το Ενιαίο Λύκειο, επιχειρείται ο περιορισμός της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Ενώ οι Ανώτερες Σχολές του νόμου 1351 που αφορούν τις Γενικές Εξετάσεις ομαδοποιούνται ως άλλες σχολές. Όμως, στον ίδιο νόμο ορίζεται ότι οι απόφοιτοι Ενιαίου Λυκείου έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε όλες τις σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και σε όλες τις σχολές των Γενικών Εξετάσεων του νόμου 1351, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.  Επίσης στο νόμο 2640 , για την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση, ορίζεται ότι για τις κατατακτήριες εξετάσεις στα ΑΕΙ των πτυχιούχων ΤΕΙ και λοιπών σχολών υπέρδιετούς κύκλου σπουδών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης εφαρμόζονται ….. το ¶ρθρο 15, παρ.9, περίπτωση 1.
Τοιουτοτρόπως, το πρόβλημα της νομικής υπόστασης των ΤΕΙ δεν επιλύεται αλλά εμφανίζεται εκ νέου. Με τη μορφή δε ερωτήματος είναι: Εάν, σύμφωνα με τη σχετική διατύπωση του νόμου 2525, τα ΤΕΙ δεν ανήκουν πλέον στην κατηγορία των άλλων σχολών όπως αυτές που αποκαλούνται Ανώτερες Σχολές με το νόμο 1351, αλλά ούτε ανήκουν στα ΑΕΙ με το νόμο 1252 , τότε ποια είναι η ακριβής νομική υπόστασή τους όταν ο όρος "Τριτοβάθμια Εκπαίδευση" δεν είναι δηλωτικός της υπόστασης αυτής; Είναι προφανώς και αυτό συνέπεια φραστικών ακροβατισμών, αντί της ευθείας παραδοχής και αντιμετώπισης του επίμαχου θέματος ως βασικού προβλήματος των ΤΕΙ καθώς και των παραγώγων αυτού ποικίλων προβλημάτων. Ειδικότερα, αυτά των επαγγελματικών δικαιωμάτων που εκκρεμούν και της διάρκειας σπουδών στα ΤΕΙ, το πρόβλημα ενσωμάτωσης στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 48  της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τέλος, η σχέση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με Πανεπιστήμια του εξωτερικού (Franchising) κ.ά. Ένα απτό παράδειγμα για το δεύτερο είναι ότι ο όρος Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της παραπάνω Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. για την εκπλήρωση των σκοπών της. Εφόσον, στην οδηγία αυτή, ως δίπλωμα ορίζεται οποιοδήποτε δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλος τίτλος από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του ακολούθησε με επιτυχία κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε Πανεπιστήμιο ή Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου.
      Το ότι η εν λόγω οδηγία αφορά σε αποφοίτους πανεπιστημίων, ή γενικά σε αποφοίτους ΑΕΙ, επιβεβαιώνεται στη συμπληρωματική αυτής Οδηγία 51, όπου στο σκεπτικό του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Περίπτωση Β) διευκρινίζεται πως η πρώτη οδηγία 48 -1989 περιορίζεται στην εκπαίδευση ανώτατης βαθμίδας. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι ότι στα αντίστοιχα προς τα παραπάνω κείμενα της ελληνικής, στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιούνται όροι όπως "Post-Secondary Course" και "Establishment of Higher Education" όπου αντιστοιχούν στους όρους του ελληνικού κειμένου "Μετά-Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση" και "Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα". Ενώ ο όρος "Τριτοβάθμια Εκπαίδευση" ή στην αγγλική "Tertiary Education" δεν απαντάται στα παραπάνω κείμενα. Αυτό κυρίως επειδή κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ως αντίστοιχο του αγγλικού όρου "Higher Education".  Παρακάτω, με την καθιέρωση της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης στο Ενιαίο Λύκειο αφαιρείται από τα ΤΕΙ  το μονοπώλιό τους ως ιδρυμάτων τεχνολογικού χαρακτήρα, αφού ο χαρακτηρισμός επεκτείνεται πλέον σε όλα τα Τμήματα και Ιδρύματα του επιστημονικού πεδίου Τεχνολογικών Επιστημών. Το πεδίο αυτό περιλαμβάνει Τμήματα των Πολυτεχνικών και Γεωπονικών Σχολών και Τμήματα των Σχολών Τεχνολογικών Εφαρμογών και Τεχνολόγων Γεωπονίας των ΤΕΙ που (να ειπωθεί συμπτωματικά;) είναι τα πλέον ανταγωνιστικά ως προς τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους. Στη συνέχεια, προς στην ίδια κατεύθυνση όπως παραπάνω είναι και η περιγραφή του σκοπού των τομέων και ειδικοτήτων του Α΄ κύκλου σπουδών των ΤΕΕ  ως παροχή τεχνολογικής παιδείας και διαμόρφωση επαγγελματικής συνείδησης.
Γενικά με το νόμο 2525 / 1997 γίνεται ανεπιτυχής, φυσικά με ανορθόδοξο τρόπο, προσπάθεια συγκάλυψης του γεγονότος της κατά το Σύνταγμα διάκρισης της «Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης» από την Ακαδημαϊκή Εκπαίδευση με τη διαβάθμιση της μετά-Λυκείου εκπαίδευσης σε Ανώτερη και Ανώτατη στο ¶ρθρο 16, παρ.7 και 5, αντίστοιχα. Από αυτό εδώ απορρέουν διάφορα παράγωγα προβλήματα που είναι χαρακτηριστικά της ελληνικής πραγματικότητας και σχετίζονται με την ποιότητα της παρεχόμενης  εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, είναι ένα πρόβλημα πραγματικό, ουσίας και όχι τύπου, ώστε να επιχειρείται η επίλυσή του με  τον όρο συγκάλυψης Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
3. Με το νόμο 2640 , για τη "Δευτεροβάθμια Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση", με τον οποίο ιδρύονται τα Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια  (ΤΕΕ) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι α) στα ΤΕΕ. εισάγονται χωρίς εξετάσεις οι κάτοχοι απολυτηρίου γυμνασίου.  β) Οι σπουδές στα ΤΕΕ οργανώνονται σε δύο κύκλους, Α’ και Β’, με δυο έτη και ένα έτος σπουδών, αντίστοιχα. γ) Οι απόφοιτοι του Α κύκλου μπορούν να εγγραφούν στη Β΄ τάξη του Ενιαίου Λυκείου, ενώ οι μαθητές των Ενιαίων Λυκείων μπορούν να εγγραφούν στο Α’ έτος του Α κύκλου των ΤΕΕ με δικαίωμα κατοχύρωσης των μαθημάτων  στα οποία έχουν εξεταστεί επιτυχώς στο Λύκειο . δ) Οι απόφοιτοι του Β κύκλου έχουν τη δυνατότητα να εγγραφούν κατά προτεραιότητα σε Ι.Ε.Κ. για την απόκτηση διπλώματος μετά-δευτεροβάθμιας επαγγελματικής κατάρτισης . Επιπλέον, οι εν λόγω απόφοιτοι μπορούν, μετά 18άμηνη επαγγελματική εμπειρία, να εισαχθούν σε Τμήματα των ΤΕΙ  κατόπιν εξετάσεων σε μαθήματα που ορίζουν τα ίδια τα ΤΕΙ. Ενώ παράλληλα με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στην πρόσβαση αυτή όπως επισημαίνεται στο ίδιο άρθρο 2, παράγραφο 6.
 Από τις παραπάνω ρυθμίσεις σε συνδυασμό με τις τροποποιήσεις του νόμου 2525/97, προκύπτουν τα ακόλουθα: α. Με την κατάργηση όλων των τύπων Λυκείου, την μετατροπή τους σε Ενιαίο Λύκειο και την ίδρυση των ΤΕΕ των οποίων οι απόφοιτοι οδηγούνται μόνο σε ΤΕΙ, δημιουργούνται σιωπηρά δύο μετά-γυμνασιακού επιπέδου υποσυστήματα. Αυτά τα υποσυστήματα έχουν άμεση σχέση με την ακαδημαϊκή και επαγγελματική εκπαίδευση,  αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, επαναφέρεται με αόρατο χωρίς διαφάνεια τρόπο το καθεστώς του νόμου 576  για την οργάνωση και διοίκηση της Μέσης και Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Με αυτό το νόμο ιδρύθηκαν τα Κέντρα Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης ΚΑΤΕΕ που ανήκαν στην τρίτη βαθμίδα της εκπαίδευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 24, παρ. 1, τα οποία καταργήθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ΤΕΙ με το νόμο 1404 το 1983.
Αποτέλεσμα της δομής αυτής είναι ότι από  το πρώτο υποσύστημα θα διέρχονται οι υψηλών επιδόσεων απόφοιτοι των Ενιαίων Λυκείων, ενώ από το δεύτερο οι υπόλοιποι καθώς και απόφοιτοι του Β΄ κύκλου των ΤΕΕ με εξ ΄ορισμού ελλιπή γενική παιδεία. Η κατάληξη είναι ΑΕΙ και ΤΕΙ, αντίστοιχα. β. Με δοσμένη την παραπάνω δομή, καθώς θα αυξάνεται ο αριθμός των Τμημάτων ΑΕΙ και ΤΕΙ και ο συνολικός αριθμός εισακτέων στα τελευταία, η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση ή η τεχνολογική εκπαίδευση, υποβαθμισμένη σε ολόκληρη τη δομή της, θα αποκτά πιο έντονα τα χαρακτηριστικά μίας υποβαθμισμένης εκπαίδευσης. Μιας εκπαίδευσης που προορίζεται για τους χαμηλών επιδόσεων αποφοίτους γυμνασίου, για εκείνους που εγκαταλείπουν το Λύκειο και τους χαμηλών επιδόσεων αποφοίτους Λυκείου. Η σχέση ΑΕΙ και ΤΕΙ, παρά την προσπάθεια για αποκλειστική συνύπαρξη στην επονομαζόμενη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, οδηγείται σε προσομοίωση προς τη συνταγματική ρύθμιση του ¶ρθρου 16, που αφορά στην παροχή "Ανώτατης  Εκπαίδευσης" και στην παροχή ΄Επαγγελματικής ή άλλης Ειδικής Εκπαίδευσης με Ανώτερες Σχολές, όπως αναφέρεται στην παρ.7, με προφανή σκοπό να εξαλειφθούν τα προβλήματα και οι τριβές φορέων επαγγελματικών συμφερόντων.
4 Με το νόμο 2621  για τη "Ρύθμιση Θεμάτων Οργάνωσης και Λειτουργίας των ΤΕΙ", ολοκληρώνεται η εν γένει θολή εικόνα για τις προθέσεις των αρμοδίων σχετικά με τη θέση και το ρόλο των ΤΕΙ στην, όπως αποπειράται να θεωρηθεί, Ενιαία Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αφού πραγματοποιούνται και τροπολογίες σχετικές με τα προσόντα διορισμού και εξέλιξης μελών του ΕΠ των ΤΕΙ που αφορούν στη νομιμότητα των απαιτούμενων τίτλων σπουδών. Έτσι, στην περίπτωση των προσόντων διορισμού σε θέση Καθηγητή και Επίκουρου Καθηγητή ΤΕΙ, η απαίτηση για  «Πτυχίο ΑΕΙ ή ισότιμο εξωτερικού» τροποποιείται σε Πτυχίο ΑΕΙ ή ΤΕΙ εσωτερικού ή αναγνωρισμένο ισότιμο τίτλο εξωτερικού. Ενώ η απαίτηση για "αναγνωρισμένο στην Ελλάδα διδακτορικό δίπλωμα" τροποποιείται σε "Διδακτορικό Δίπλωμα που αποκτήθηκε μετά από σπουδές εξ ολοκλήρου σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του εσωτερικού ή σε αναγνωρισμένα αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού".
Για το διορισμό σε θέση Καθηγητή Εφαρμογών ΤΕΙ, εκτός της απάλειψης του αναγνωρισμένου του τίτλου προστίθεται η πρόταση «τίτλος μεταπτυχιακών σπουδών ο οποίος αποκτήθηκε ή από εκπαιδευτικά μεταπτυχιακά προγράμματα συνεργασίας ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του εσωτερικού ή από μεταπτυχιακά προγράμματα ιδρυμάτων του εξωτερικού». Επί των παραπάνω τροπολογιών παρατηρούνται τα εξής.  Πρώτον, το πτυχίο ΤΕΙ δεν είναι ισότιμο προς το πτυχίο ΑΕΙ, αφού τα ΤΕΙ δεν είναι ομότιμα ιδρύματα με τα ΑΕΙ, με αποτέλεσμα το διαζευκτικό ή να μην αφορά σε υποκατάστατο τίτλο σπουδών αλλά σε διαφορετικό σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο 1404 των ΤΕΙ, όπου σαφώς διακρίνονται τα ΤΕΙ κι ως προς το περιεχόμενο κι ως προς τους τίτλους σπουδών από τα ΑΕΙ . Δεύτερον, συνέπεια των παραπάνω είναι ότι για την αναγνώριση και την ισοτιμία τίτλων σπουδών εξωτερικού τα αρμόδια όργανα είναι διαφορετικά. Δηλαδή, το αρμόδιο όργανο για τίτλους σπουδών  ΑΕΙ εξωτερικού είναι το ΔΙΚΑΤΣΑ και το ΙΤΕ για τίτλους σπουδών Ανωτέρων Σχολών εξωτερικού. Δεδομένου ότι το διδακτορικό δίπλωμα απονέμεται μόνο από τα ΑΕΙ και επομένως ελέγχεται από το ΔΙΚΑΤΣΑ και ότι προκειμένου να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες το ΔΙΚΑΤΣΑ ελέγχει και το βασικό τίτλο σπουδών, γεννάται η απορία, σε τι αποσκοπεί η προσθήκη ή πτυχίο ΤΕΙ; Όσον αφορά την περίπτωση Πτυχίο ΤΕΙ και Διδακτορικό Δίπλωμα από ΑΕΙ εσωτερικού είναι δυνατό να υπάρξει μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16 του νόμου 2327 για το ΕΣΥΠ. Στο άρθρο αυτό ρυθμίζεται το θέμα των μεταπτυχιακών σπουδών αποφοίτων ΤΕΙ σε ελληνικά ΑΕΙ, αλλά και σε ΑΕΙ του εξωτερικού, οπότε δεν προκύπτει ανάγκη για αναγνώριση και ισοτιμία των σχετικών τίτλων σπουδών.
Τρίτον, η προσθήκη επίσης στο νομοσχέδιο για το διδακτορικό δίπλωμα να έχει αποκτηθεί από τριτοβάθμια ιδρύματα  εξωτερικού  δεν έχει νόημα, αφού ο τίτλος αυτός χορηγείται μόνο από Πανεπιστήμια ή ομοταγή προς αυτά ιδρύματα, ενώ η τριτοβάθμια     εκπαίδευση αποτελείται και από Ανώτερες Σχολές που εξ ορισμού δεν χορηγούν  τον εν λόγω τίτλο σπουδών. Τέταρτον, η αναγνώριση των ιδρυμάτων εξωτερικού που χορηγούν διδακτορικό δίπλωμα σημαίνει τη διαπίστωση της ομοτιμίας τους με τα ελληνικά ΑΕΙ, οπότε και στην περίπτωση αυτή, αρμόδιο όργανο είναι το ΔΙΚΑΤΣΑ και όχι το ΙΤΕ ή άλλο όργανο. Πέμπτον, η διαγραφή της απαίτησης για αναγνωρισμένο στην Ελλάδα διδακτορικό δίπλωμα από τα ΤΕΙ γεννά εύλογα ερωτηματικά και για τον πρόσθετο λόγο ότι στα διάφορα νομοθετήματα της μεταρρύθμισης δεν υπάρχει αντίστοιχη αντιμετώπιση αυτού του θέματος. Με αποτέλεσμα οι εν λόγω ρυθμίσεις για τα ΤΕΙ να αποτελούν αρνητική αποκλειστικότητα.
Σχετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες για διορισμό ή λήψη επιδόματος ορίζεται η απαίτηση του αναγνωρισμένου τίτλου σπουδών, βασικών ή μεταπτυχιακών, είναι οι ακόλουθες: 1) Νόμος 2525/97, άρθρο 8, παρ.4, περίπτωση τέταρτη εδάφιο ι,  για την πλήρωση θέσεων του Σώματος Μονίμων Αξιολογητών ΣΜΑ. 2) Νόμος 2640/98, άρθρο 15, παρ.7, περίπτωση τρίτη, εδάφιο ι και ιι, για το διορισμό διευθυντή  της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος ΕΒΕ. 3) Νόμος 2621/98, άρθρο 1, παρ.13, περίπτωση α, για την πρόσληψη Εκπαιδευτικών Ειδικών Μαθημάτων ΤΕΙ. 4) Νόμος 2621/98, άρθρο 2, παρ.20, περίπτωση α, εδάφιο ι, για το διορισμό Γενικού Διευθυντή της Σιβιτανιδίου Σχολής. 5) Νόμος 253Ο/97, άρθρο 15, παρ.2, περίπτωση β. για την καταβολή επιδόματος μεταπτυχιακών σπουδών. Έκτον, η κατάργηση της απαίτησης για αναγνωρισμένο τίτλο σπουδών  και η  ρύθμιση για δυνατότητα υποβολής, για διορισμό σε ΤΕΙ, τίτλων μεταπτυχιακών σπουδών που αποκτήθηκαν διαμέσου προγραμμάτων συνεργασίας ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εσωτερικού και εξωτερικού. Δηλαδή, μιας συνεργασίας μεταξύ ΤΕΙ και Πανεπιστημίων εξωτερικού για τίτλους μεταπτυχιακών σπουδών  η οποία οδηγεί στην αναγνώριση μιας διαδικασίας γνωστής  ως  ‘franchising’ που δεν προβλέπεται στον  ιδρυτικό νόμο 1404 των ΤΕΙ, και την οποία η χώρα μας καταψηφίζει παγίως σε σχετική επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Λογικό είναι να τονιστεί εδώ ότι η διαδικασία αυτή ακολουθείται από τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών.
Μετά τα παραπάνω, εκείνο που συμπεραίνεται είναι ότι επιδίωξη των εμπνευστών των εν λόγω τροπολογιών είναι η αποφυγή του ελέγχου νομιμότητας των διαδικασιών για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου από Πανεπιστήμιο του εξωτερικού, ο οποίος  πραγματοποιείται από αρμόδιο όργανο που είναι το ΔΙΚΑΤΣΑ. Αυτό παρά τη ρητή διάταξη του νόμου 2327 κατά την οποία η αναγνώριση τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών των πτυχιούχων ΤΕΙ στην αλλοδαπή γίνεται από το οικείο όργανο του Ε.ΣΥ.Π. ή μέχρι τη συγκρότησή του από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Είναι αυτονόητο ότι εφόσον η παραπάνω επιδίωξη ευοδωθεί, τα ΤΕΙ θα αποτελούν ένα κλειστό χώρο με εκπαιδευτικούς κατόχους τίτλων σπουδών μη αναγνωρίσιμους σε όλους τους άλλους χώρους του ελληνικού δημοσίου, με συνέπεια την ουσιαστική και θεσμική τους υποβάθμιση.
Όσον αφορά τους αποδέκτες των σχετικών εισηγήσεων, εξηγεί τη στάση τους η όλη αντίληψη για μία δεύτερης επιλογής τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση όπως αυτή αποτυπώνεται στα παραπάνω σχετικά νομοθετήματα και τις ρυθμίσεις που αφορούν τα ΤΕΙ. Έβδομο, άλλες σημαντικές ρυθμίσεις σκοπιμοτήτων, όπως προκύπτει και από επιμέρους αβάσιμες αιτιολογήσεις στην εισηγητική έκθεση του παραπάνω νόμου 2621/98, είναι οι ακόλουθες: ι. Κατάργηση της απαιτούμενης για διορισμό ή εξέλιξη ‘επαγγελματικής πείρας’ άνευ διδακτικού έργου μετά τη λήψη του διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου, παρά την επιταγή του ιδρυτικού νόμου 1404 των ΤΕΙ για βαθιά επαγγελματική εμπειρία στην παραγωγή και δυνατότητα συνεχούς επαφής με την παραγωγική πραγματικότητα των μελών ΕΠ των ΤΕΙ όπως αυτό αναφέρεται στο άρθρο 15, παρ.3.  ιι. Επαναφορά της καταργηθείσας το 1990 διδακτικής πείρας σύμφωνα με το ίδιο ιδρυτικό νόμο στο άρθρο 3, παρ. 4, ως προσόν διορισμού σε θέση μέλους ΕΠ των ΤΕΙ, με τη μορφή δυνατότητας υποκατάστασης. Επισημαίνεται ότι η διδακτική αυτή πείρα δεν αποκλειόταν από το χρόνο εμπειρίας μετά τη λήψη του βασικού τίτλου σπουδών.
Είναι εμφανές ότι η ρύθμιση αυτή θα φέρει σε ασθενέστερη θέση εκ νέου όσους υποψήφιους για κατάληψη θέσης ΕΠ των ΤΕΙ δεν έχουν προϋπηρεσία σ΄ αυτά, αλλά μόνο στην παραγωγή. ιιι. Μετατροπή της γνώσης ξένης γλώσσας από υποχρεωτικό σε προσόν διορισμού το οποίο συνεκτιμάται. ιν. Κατάργηση της συμμετοχής και έκφραση γνώμης εκπροσώπου σχετικού φορέα της παραγωγής στην Επιτροπή Προγράμματος Σπουδών κάθε Τμήματος ΤΕΙ. Με τη ρύθμιση αυτή αφαιρέθηκε, εκτός άλλων, η δυνατότητα ενός ουσιαστικού προβαδίσματος των ΤΕΙ και μιας ουσιαστικής σχέσης ΤΕΙ. και Φορέων Παραγωγής που θα ήταν σε τελική ανάλυση προς όφελος των αποφοίτων ΤΕΙ. ν. Καθιέρωση της συνεκτίμησης της προηγούμενης υπηρεσίας σε ΤΕΙ των Συνεργατών, πρώην έκτακτο ΕΠ, στο ίδιο ή σε άλλο ΤΕΙ, κατά την επιλογή για πρόσληψη με σύμβαση. Επιπλέον, παρέχεται η δυνατότητα ανανέωσης μιας αρχικής σύμβασης μέχρι δύο ακόμη ακαδημαϊκά έτη. Η ρύθμιση αυτή θα οδηγήσει προφανώς διαχρονικά σε μία οιονεί επετηρίδα πρόσληψης συνεργατών στα ΤΕΙ, οι συνέπειες της οποίας δεν είναι δυσδιάκριτες. vι. Κατάργηση του κλάδου του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ξένων Γλωσσών καθώς και του σχετικού Γενικού Τμήματος Ξένων  Γλωσσών. Με τη ρύθμιση αυτή που τα αίτιά της είναι οικονομικά αλλά και μιας αρχικής συγκριτικής υποβάθμισης των μελών του κλάδου, αφ’ ενός χάθηκε η δυνατότητα μετεξέλιξης, από πλευράς περιεχομένου σπουδών, του παραπάνω Τμήματος προς όφελος των ΤΕΙ, αφ’ ετέρου τα ΤΕΙ απέκτησαν άλλο ένα χαρακτηριστικό ιδρυμάτων μέσης εκπαίδευσης.
 

  3.     Γενικές παρατηρήσεις:
                Ανεξάρτητα από επί μέρους θετικά ή αρνητικά στοιχεία της μεταρρύθμισης, η γενική αίσθηση από τα κείμενα των ήδη αναφερόμενων σχετικών νομοθετημάτων συνοψίζεται στα ακόλουθα: Αρχικά, όσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα στο σύνολό του δεν θεωρείται ως υποσύστημα, το οποίο δίνει τη δυνατότητα περιορισμού των ανισοτήτων, που δημιουργεί από τη φύση του το σύστημα της μικτής ή της ελεύθερης οικονομίας, οπουδήποτε εφαρμόζεται, σε όρους ευκαιριών για ολοκληρωμένη γενική παιδεία και στην προέκτασή της για συνέχιση των σπουδών, κατάρτισης ή εργασίας. Και  όσο η τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση θεωρείται ως υποσύστημα για αδυνάτους  προς το οποίο αυτοί ωθούνται  ποικιλοτρόπως ανεξάρτητα των  οικονομικών, κοινωνικών  και άλλων συνθηκών που αυτοί βιώνουν  αλλά και οι οποίες τους δημιουργούν. Τότε, η όποια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα έχει χαρακτηριστικά τα οποία δεν οδηγούν σε ανοικτούς ορίζοντες, αλλά αντίθετα θα αντανακλά αρχές και αξίες που χαρακτηρίζουν κοινωνία ανισοτήτων και τις ήδη υπάρχουσες  δομές.
Παράδειγμα, η πρόσφατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με την οποία δημιουργούνται δύο διακριτά υποσυστήματα προ της ολοκλήρωσης της γενικής παιδείας. Δηλαδή, με σημείο εκκίνησης το Γυμνάσιο, εφόσον πρώτα καταργούνται τα διάφορα επαγγελματικά λύκεια και μετατρέπονται σε Ενιαία Λύκεια, τα οποία δεν έχουν το στοιχείο της επαγγελματικής  εκπαίδευσης και έπειτα καταργείται ο πολύ επιτυχημένος θεσμός του Πολυκλαδικού Λυκείου που θα ήταν τελικά ο μοναδικός τύπος Λυκείου με κύριο χαρακτηριστικό τη συνύπαρξη των στοιχείων της επαγγελματικής και ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Στη συνέχεια, ιδρύονται τα Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια τα οποία δέχονται: ι. Μαθητές κατόχους απολυτηρίου γυμνασίου με ελλειμματική γενική παιδεία. ιι. Μαθητές του Λυκείου που εγκαταλείπουν αυτό γιατί προφανώς δεν μπορούν να συνεχίσουν στο Λύκειο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να έχει σχέση η ανεξήγητη παροχή υψηλού επιπέδου γενικής παιδείας μόνο στο Λύκειο. Όπως και η ανεξήγητη παροχή κινήτρου, με την κατοχύρωση των μαθημάτων του Λυκείου στα οποία έχουν εξεταστεί επιτυχώς οι μετακινούμενοι προς τα ΤΕΕ, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει. Επιπλέον, τα ΤΕΙ ως εκπρόσωπος της μετά το Λύκειο τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, παρά τις προσπάθειες να δοθεί η αίσθηση ότι αναβαθμίζονται, τελικά υποβαθμίζονται ουσιαστικά και ποικιλοτρόπως. Έτσι: ι  μόνο τα ΤΕΙ δέχονται αποφοίτους Β΄ κύκλου ΤΕΕ με ελλειμματική γενική παιδεία. ιι Με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ, τα ΤΕΙ θα δέχονται πιο πολλούς από τους παραπάνω αποφοίτους αλλά και περισσότερους υποψηφίους με χαμηλού βαθμού απολυτήριο λυκείου. ¶λλωστε, το θέμα αυτό παραμένει ανοικτό, αφού προφανώς θα ρυθμίζεται κατά έτος με σχετική υπουργική απόφαση. ιιι. Στα ΤΕΙ δεν χρειάζεται πλέον ο υποψήφιος για διορισμό ή εξέλιξη εκπαιδευτικός να κατέχει αναγνωρισμένο διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο.
Το γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά στα ΤΕΙ και κατ’ εξαίρεση στον γενικότερο δημόσιο τομέα, οδηγεί σε ουσιαστική και τυπική υποβάθμιση των ΤΕΙ, αφού τα μετατρέπει σε είδος ‘ειδικού αποδέκτη’ τίτλων υποτιθέμενων σπουδών που δεν αναγνωρίζονται εκτός ΤΕΙ. Αυτό όμως δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν από τους φορείς που έχουν εμπλοκή στις ρυθμίσεις αυτές όπως το ΥΠΕΠΘ και τα ΤΕΙ. Εφόσον, το μεν Υπουργείο Παιδείας εξυπηρετεί την αντίληψή του για την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση, ο δε φορέας  από πλευράς ΤΕΙ ως εκπρόσωπος μίγματος χυδαίου συνδικαλισμού, ιδιοτελούς κομματισμού και συκοφαντικής διάθεσης προς απόσειση ευθυνών, εξυπηρετεί προσωπικές φιλοδοξίες οι οποίες δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν χωρίς σοβαρή προσπάθεια μέσω διαδικασιών προς απόκτηση αναγνωρισμένου τίτλου σπουδών.
Αυτά όταν η πολιτεία έχει θεσμοθετήσει διαδικασίες μεταπτυχιακών σπουδών για τους αποφοίτους ΤΕΙ σε ελληνικά και ΑΕΙ της Αλλοδαπής. Όμως, αυτός είναι ο νόμιμος αλλά δύσκολος δρόμος της προσπάθειας. Ακολουθήθηκε ο εύκολος δρόμος της νομοθετικής ρύθμισης και των σκοπιμοτήτων, προφανώς προς παραδειγματισμό των νέων που σπουδάζουν και από τους οποίους απαιτείται η καταβολή προσπάθειας. Και οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές έχουν το όφελός τους. Η μία εξασφάλισε το άνευ αντιδράσεων, από πλευράς ΤΕΙ, πέρασμα των νομοθετημάτων. Η άλλη εξασφάλισε τη νομιμότητα στο χώρο των ΤΕΙ τίτλων, ενδεχόμενων σπουδών στο εξωτερικό, μη αναγνωριζομένων εκτός του χώρου των ΤΕΙ. Όσον αφορά σε άλλες συνέπειες διατάξεων των νομοθετημάτων της μεταρρύθμισης είναι αρκετή η σημειολογική αναφορά σε σχετικό πανηγυρισμό: Έχουμε την τιμή να είμαστε το Κ.Δ.Σ. της νέας ομάδας Δημοσίων Λειτουργών της Κοινωνίας μας. Ο νοών νοείτω.
 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 

1. ΥΠΕΠΘ. «Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Νόμος Πλαίσιο ΤΕΙ, και Εσωτερικός Κανονισμός» (Έκδοση της Ειδικής Υπηρεσίας των ΤΕΙ, Δεκ. 1984).
2. Μηλιός Γιάννης, «Εκπαίδευση και Εξουσία» 4η έκδοση, (Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική ΑΕ. Επιστημονική Βιβλιοθήκη, 1993) σελίδες 48-55.
3. Λούξεμμπουργκ Ρόζα, «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», (Αθήνα: Εκδόσεις Δ. Κοροντζή, μετ. Κ. Βρεττού)
4. Σκουλάς Γ., «Κοινωνικές Τάξεις & Κράτος: Μορφές Κράτους και Πρακτικές Κοινωνικών Τάξεων στη Νεώτερη Ευρώπη», (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1996).
5. Φραγκουδάκη ¶ννα, «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης: Θεωρίες για την Κοινωνική Ανισότητα στο Σχολείο», (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1985) σελίδες 181-219.