Δημιουργία Νέων Τμημάτων: Μία κριτική προσέγγιση
 

Του Ιωάννη Πανάρετου*
Φοιτητική Επικοινωνία, τεύχος 24, Νοέμβριος 1998




Μου ζητήθηκε να διατυπώσω τις απόψεις μου για την σκοπιμότητα ίδρυσης νέων τμημάτων στα Πανεπιστήμια. Τις απόψεις μου αυτές είχα την ευκαιρία να διατυπώσω τόσο σε Γενικές Συνελεύσεις του Τμήματός μου που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό, όσο και σε συνάντηση των μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου που οργανώθηκε από τον Πρύτανη για τον ίδιο λόγο. Δέχτηκα να το κάνω γιατί το γραπτό κείμενο επιτρέπει μια πληρέστερη και περισσότερο τεκμηριωμένη ανάπτυξη των απόψεων.
Βασική θέση όσων υποστηρίζουν την δημιουργία νέων τμημάτων σε πολιτικό επίπεδο είναι ότι αυτό θα δώσει την δυνατότητα διεύρυνσης της πρόσβασης των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με αύξηση του αριθμού των εισακτέων. Εσωτερικά, στο Πανεπιστήμιο, κύριο επιχείρημα είναι ότι η δημιουργία νέων τμημάτων θα αυξήσει τον αριθμό των μελών ΔΕΠ.
Με πρώτη ανάγνωση των αριθμών και τα δύο επιχειρήματα φαίνονται λογικά. Εβδομήντα (70) νέα τμήματα με μέσο αριθμό εισακτέων 100 συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των εισακτέων κατά 7.000. Οσο αφορά το Πανεπιστήμιό μας, μια αύξηση του αριθμού των τμημάτων κατά έξι (6) θα μπορούσε να συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ κατά 90 περίπου. Δικαιολογούν αυτοί οι αριθμοί την ίδρυση νέων τμημάτων και ποιό είναι το κόστος;
Ας εξετάσουμε περισσότερο την πρώτη επιδιώξη, η οποία έχει και γενικότερο κοινωνικό ενδιαφέρον, για αύξηση δηλαδή του αριθμού των εισακτέων. Η μελέτη των στοιχείων  δείχνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχει  αυξηθεί ο αριθμός εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση  στην Ελλάδα κατά 16.000 περίπου χωρίς ουσιαστικά να έχουν δημιουργηθεί νέα τμήματα. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι τα  ήδη λειτουργούντα τμήματα είχαν την δυνατότητα εκπαίδευσης περισσοτέρων φοιτητών. Δυστυχώς, η αύξηση που ήδη έγινε δεν μείωσε ουσιαστικά των αριθμό των νέων που καταφεύγουν στο εξωτερικό  για σπουδές. Αυτό οφείλεται στο ότι η μεγάλη ζήτηση υπάρχει για Σχολές που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την ζήτηση αυτή. (Είναι ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τα στοιχεία που αναφέρονται στους αριθμούς των εισακτέων στα Περιφερειακά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ και το ποσοστό μεταξύ αυτών που τελικά μένουν στο τμήμα, ή στο ίδρυμα που εισήχθησαν). Δεν φαίνεται επομένως, το μεγάλο αυτό πρόβλημα να αντιμετωπίζεται με την ίδρυση νέων τμημάτων.
Και αν όμως ακόμα δεχτούμε ως αναγκαία την αύξηση του αριθμού των εισακτέων είναι απαραίτητο αυτό να γίνει με την δημιουργία νέων τμημάτων;
Είναι γνωστό σε όλους ότι η εξέλιξη της επιστήμης και των αναγκών της κοινωνίας σε επιστημονικό δυναμικό μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς. Για τον λόγο αυτό, τα περισσότερα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια έχουν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες όχι με την ίδρυση νέων τμημάτων  αλλά με την δημιουργία νέων προγραμμάτων σπουδών είτε από τα ήδη υπάρχοντα τμήματα, είτε με συνεργασίες των υπαρχόντων τμημάτων. Εχω επανειλημμένα προκαλέσει τους υποστηρικτές της ίδρυσης νέων τμημάτων να δώσουν παράδειγμα Ευρωπαϊκής χώρας στην οποία τα τελευταία οκτώ χρόνια έχουν δημιουργηθεί νέα τμήματα. Μέχρι σήμερα δεν έχω πάρει απάντηση. Αντίθετα, γνωρίζω ότι σε πολλές χώρες έχει μειωθεί ο αριθμός των τμημάτων, αλλά έχει δημιουργηθεί πλήθος νέων προγραμμάτων σπουδών.
Η δημιουργία νέων προγραμμάτων από τα ήδη λειτουργούντα τμήματα  θα καθιστούσε άχρηστα και τα προγράμματα σπουδών επιλογής. Αυτό γιατί θα επιτύγχανε το στόχο που η ίδρυση των ΠΣΕ υποστηρίζεται ότι επιδιώκει χωρίς τα αρνητικά στοιχεία που τα χαρακτηρίζουν (πτυχία  ισότιμα με τα παροδοσικά, ιδιόρρυθμος τρόπος επιλογής φοιτητών και διδασκόντων, "παράλληλα" όργανα  διοίκησης κ.λ.π.).
Μήπως η μη δημιουργία νέων τμημάτων σημαίνει ότι στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες έχει ελαττωθεί αριθμός των εισακτέων; Ακριβώς το αντίθετο. Στην δεκαετία που πέρασε όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν προχωρήσει σε σύστημα μαζικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (σύστημα όπου τουλάχιστον το 30% των νέων της αντίστοιχης ηλικίας συμμετέχει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση).
Μήπως η μη ίδρυση τμημάτων στις χώρες της Ε.Ε. οφείλεται σε χαμηλή χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Ούτε αυτό συμβαίνει. Από τα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτει ότι χώρες πού δαπανούν για την τριτοβάθμια εκπαίδευση  τριπλάσια  έως και τετραπλάσια ποσά (σε σταθερές τιμές) από την Ελλάδα, έχουν πολλαπλασιάσει τον αριθμό των εισακτέων στα Πανεπιστήμιά τους με μείωση των τμημάτων που λειτουργούν σε αυτά! Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα, στην οποία κάθε τμήμα μπορεί να χορηγεί ένα μόνο πτυχίο! Ιδιαίτερα στην Αγγλία (που δαπανά 2,5 περίπου φορές περισσότερο από την Ελλάδα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) μειώθηκε ο αριθμός των τμημάτων και αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των φοιτητών. Για την αντιμετώπιση όμως του κόστους, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να καθιερώσει δίδακτρα.
Ας εξετάσουμε λίγο περισσότερο την οικονομική διάσταση. Η δημιουργία ενός νέου τμήματος επιβαρύνει τον προϋπολογισμό ενός Πανεπιστημίου (δηλαδή του κράτους) με κόστος τουλάχιστον  διπλάσιο αυτού που προκαλείται από την ίδρυση ενός διατμηματικού προγράμματος. Ενα τμήμα μεσαίου μεγέθους με μέσο απαιτούμενο εργαστηριακό εξοπλισμό έχει ετήσιο κόστος που φθάνει τα 0,5 δισ. δρχ.. Αυτό το κόστος, μπορεί βραχυπρόθεσμα (και μάλιστα στα αρχικά στάδια που το κόστος είναι χαμηλότερο) να καλυφθεί από τις χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε.. Είναι όμως αμφίβολο ότι θα είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί μετά το 2000 (με δεδομένο ότι σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. οι κρατικές χρηματοδοτήσεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διαρκώς μειώνονται).
Πριν από τρία χρόνια, ως Γ.Γ. του ΥΠΕΠΘ, έχοντας επισημάνει τα προαναφερθέντα προβλήματα, είχα αποστείλει εγκύκλιο προς τα Πανεπιστήμια, τονίζοντας την ανάγκη να περιορισθούν τα αιτήματα για ίδρυση νέων τμημάτων. Είναι χαρακτηριστικό  ότι την περίοδο 1995 - 1996 δεν ιδρύθηκε νέο τμήμα σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ παρά τις τεράστιες πιέσεις που ασκήθηκαν.
Το συμπέρασμα από τα ανωτέρω είναι ότι, ενώ η ίδρυση νέων τμημάτων δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την διεύρυνση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το κόστος θα είναι μεγάλο γι αυτό και η πρακτική αυτή έχει εγκαταλειφθεί στο εξωτερικό.
Για επιβεβαίωση των παραπάνω, θα αναφέρω ένα παράδειγμα που νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, η Νορβηγία δαπανά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ποσά τουλάχιστον τριπλάσια από αυτά που δαπανά η Ελλάδα. Το ποσοστό του ΑΕΠ για την παιδεία στην χώρα αυτή είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.. (Στην Ελλάδα, ως γνωστόν είναι το χαμηλότερο). Από επικοινωνία που είχα πριν από μερικές μέρες  με το Υπουργείο Παιδείας της Νορβηγίας, πληροφορήθηκα ότι στην αντίστοιχη "ΑΣΟΕΕ" της Νορβηγίας (Norwegian School of Economics and Business Administration) ο αριθμός των τμημάτων μειώθηκε από  12 σε 6! (Αποτελεί  ειρωνική σύμπτωση ότι εμείς επιδιώκουμε ακριβώς το αντίθετο). Αυτό έγινε όχι με κατάργηση, αλλά με σύμπτυξη των λειτουργούντων τμημάτων. Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η Νορβηγία, όχι μόνο έχει από  τις υψηλότερες δαπάνες για την εκπαίδευση της Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα ικανοποιεί πλήρως και την ζήτηση γι’ αυτήν απορροφώντας μάλιστα και μέρος της ζήτησης από τις γειτονικές σκανδιναβικές χώρες!
Ας δούμε όμως και το "εσωτερικό" επιχείρημα που διατυπώθηκε στο Πανεπιστήμιό μας, ότι δηλαδή η αύξηση των τμημάτων θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ. Είναι κατ’ αρχήν αυτονόητο ότι αυτό το επίχειρημα δεν μπορεί να αποτελεί λόγο δημιουργίας νέων τμημάτων. Και στην ουσία του όμως το επιχείρημα δεν ευσταθεί  αφού με την δημιουργία νέων τμημάτων τα οποία έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τα ήδη λειτουργούντα, ένα μεγάλο μέρος των μελών ΔΕΠ των νέων αυτών τμημάτων θα προέλθει από εσωτερικές μετακινήσεις ήδη υπηρετούντων μελών ΔΕΠ. Η πρακτική αυτή έχει πολλές αρνητικές συνέπειες. Μέλη ΔΕΠ συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου υπηρετούν σε τμήματα άλλου γνωστικού αντικειμένου. Μερικά τμήματα έχουν ήδη εξελιχθεί σε μικρά πανεπιστήμια (προσφέροντας ουσιαστικά όλα τα μαθήματα του προγράμματός τους τα ίδια). Διαφορετικά τμήματα προσφέρουν ίδιες ειδικεύσεις, πράγμα που προφανώς δεν έχει έννοια. Υπάρχουν ακόμα και μαθήματα που με ακριβώς τον ίδιο τίτλο προσφέρονται από διαφορετικά τμήματα.
Ειδικά όσο αφορά το ΟΠΑ, το ενδεχόμενο ίδρυσης νέων τμημάτων απασχολεί το Ιδρυμα  για πρώτη φορά μετά το 1989 όταν έγινε η μετεξέλιξη των τεσσάρων Σχολών της Αττικής σε Πανεπιστήμια και αυξήθηκε σε έξι ο αριθμός  των τμημάτων σε καθένα από αυτά από τρία που ήταν μέχρι τότε. Θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε τα εξής:
Η μετεξέλιξη των τεσσάρων Σχολών σε Πανεπιστήμια αποτελούσε έντονο αίτημα ορισμένων εξ αυτών και αποφασίσθηκε από την τότε κυβέρνηση σε ανταπόκριση του αιτήματος. Ζητήθηκε τότε από  καθένα από τα Ιδρύματα να συμμετάσχουν στην μετεξέλιξη μόνο αν τα ίδια το επιθυμούσαν. Επειδή Πανεπιστήμιο με τρία τμήματα δεν έχει έννοια, αποφασίσθηκε να δοθεί η δυνατότητα αύξησης του  αριθμού των τμημάτων σε καθένα από τα τέσσερα Ιδρύματα από τρία σε έξι. Τα τμήματα προτάθηκαν από τα ίδια τα Ιδρύματα και ιδρύθηκαν μετά από έγκριση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας. Αν η επιλογή των συγκεκριμένων γνωστικών αντικειμένων για τα τμήματα  που ιδρύθηκαν ήταν ή όχι σωστή, μπορεί να αξιολογηθεί και να κριθεί από την πορεία του καθενός από αυτά στα εννέα χρόνια που μεσολάβησαν. Αυτό, όπως είπα και στην συνάντηση που οργάνωσε ο Πρύτανης, θα έπρεπε να είχε γίνει (και δυστυχώς δεν έγινε) πριν ξεκινήσει ο προβληματισμός για την δημιουργία νέων τμημάτων. Τα συμπεράσματα θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα για τις νέες προοπτικές.
Μια τελευταία γενική παρατήρηση όσο αφορά την αύξηση των μελών ΔΕΠ: Σύμφωνα και πάλι με τα στοιχεία της EUROSTAT, η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό δαπανών για την παιδεία που κατευθύνονται στις αμοιβές των εκπαιδευτικών, από όλες τις χώρες της Ε.Ε.. Με δεδομένο ότι οι μισθοί των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, όπως είναι σε όλους γνωστό, δεν είναι και οι καλύτεροι της Ε.Ε., είναι φανερό ότι υπάρχει μια στρεβλή ιεράρχηση προτεραιοτήτων στη χώρα μας.
Ολοι, πιστεύω, θέλουμε ειλικρινά την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου  για το καλό των νέων του τόπου μας. Από τα στοιχεία που προανέφερα όμως προκύπτει, νομίζω, το συμπέρασμα ότι η δημιουργία νέων τμημάτων δεν βοηθά στη κατεύθυνση αυτή. Εύχομαι, αν τελικά δημιουργηθούν νέα τμήματα, να συμβάλουν στην βελτίωση της παρεχομένης εκπαίδευσης και να διαψευσθούν οι ανησυχίες που προανέφερα.

Ι. Πανάρετος