Δημιουργία Νέων Τμημάτων στα Πανεπιστήμια:

Μία Κριτική Προσέγγιση

του Ιωάννη Πανάρετου*

 

Αναταραχή επικρατεί τελευταία στα Πανεπιστήμια, για την ίδρυση νέων τμημάτων. Όπως είναι γνωστό, το Υπουργείο Παιδείας έχει ανακοινώσει την ίδρυση 70 νέων τμημάτων με κύρια πηγή χρηματοδότησης την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Βασική θέση όσων υποστηρίζουν την δημιουργία νέων τμημάτων σε πολιτικό επίπεδο είναι η δυνατότητα διεύρυνσης της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσω αύξησης του αριθμού των εισακτέων και η μείωση της φοιτητικής μετανάστευσης. Υποστηρίζεται επίσης ότι η δημιουργία νέων τμημάτων θα αυξήσει τον αριθμό των  διδασκόντων στα Πανεπιστήμια.

Με πρώτη ανάγνωση των αριθμών και τα δύο επιχειρήματα φαίνονται λογικά. Εβδομήντα (70) νέα τμήματα με μέσο αριθμό εισακτέων 100 και μέσο αριθμό διδασκόντων 20, συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των εισακτέων κατά 7.000 και αύξηση του αριθμού των διδασκόντων κατά 1.400. Δικαιολογούν αυτοί οι αριθμοί την ίδρυση νέων τμημάτων και ποιό είναι το κόστος;

Ας εξετάσουμε περισσότερο την πρώτη επιδίωξη, η οποία έχει και γενικότερο κοινωνικό ενδιαφέρον. Η μελέτη των στοιχείων  δείχνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχει  αυξηθεί ο αριθμός εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά 16.000 περίπου με μικρό αριθμό νέων τμημάτων. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι τα ήδη λειτουργούντα τμήματα είχαν την δυνατότητα εκπαίδευσης περισσοτέρων φοιτητών. Δυστυχώς, η αύξηση που ήδη έγινε, δεν μείωσε ουσιαστικά τον αριθμό των νέων που καταφεύγουν στο εξωτερικό  για σπουδές. Αυτό οφείλεται στο ότι η μεγάλη ζήτηση υπάρχει για Σχολές που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την ζήτηση αυτή. Δεν φαίνεται επομένως, το μεγάλο αυτό πρόβλημα να αντιμετωπίζεται με την ίδρυση νέων τμημάτων.

Και αν όμως ακόμα δεχτούμε ως αναγκαία την αύξηση του αριθμού των εισακτέων, είναι απαραίτητο αυτή να πραγματοποιηθεί με την δημιουργία νέων τμημάτων;

Είναι γνωστό ότι η εξέλιξη της επιστήμης και των αναγκών της κοινωνίας σε επιστημονικό δυναμικό πραγματοποιείται με ραγδαίους ρυθμούς. Για τον λόγο αυτό, τα περισσότερα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια έχουν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες όχι με την ίδρυση νέων τμημάτων  αλλά με την δημιουργία νέων προγραμμάτων σπουδών είτε από τα ήδη υπάρχοντα τμήματα, είτε με συνεργασίες των υπαρχόντων τμημάτων που να λειτουργούν με τους ίδιους κανόνες και προδιαγραφές με τα υπάρχοντα (και όχι “παράλληλα” προς αυτά, όπως συμβαίνει στη χώρα μας με τα τα προγράμματα σπουδών επιλογής (ΠΣΕ)). Η δημιουργία διατμηματικών προγραμμάτων μάλιστα θα κάλυπτε όλες τις ανάγκες για την ικανοποίηση των οποίων υποτίθεται ότι ιδρύθηκαν τα ΠΣΕ ενώ ταυτόχρονα, θα απομάκρυνε και όλες τις αρνητικές πλευρές των προγραμμάτων αυτών (πτυχία ισοδύναμα με τα παραδοσιακά, δημιουργία “παράλληλων” οργάνων διοίκησης, ιδιόμορφες διαδικασίες επιλογής φοιτητών και διδακτικού προσωπικού κ.λ.π.).

Δεν γνωρίζω Πανεπιστήμια στην Ευρώπη   στα οποία τα τελευταία 8 χρόνια έχουν γίνει νέα τμήματα.  Αντίθετα, σε πολλές χώρες έχει μειωθεί δραστικά ο αριθμός των τμημάτων.

Μήπως η μη δημιουργία νέων τμημάτων σημαίνει ότι στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες έχει ελαττωθεί o αριθμός των εισακτέων; Ακριβώς το αντίθετο. Στην δεκαετία που πέρασε όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν προχωρήσει σε σύστημα μαζικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (σύστημα όπου τουλάχιστον το 30% των νέων της αντίστοιχης ηλικίας συμμετέχει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση).

Μήπως η μη ίδρυση τμημάτων στις χώρες της Ε.Ε. οφείλεται σε χαμηλή χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Ούτε αυτό συμβαίνει. Από τα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτει ότι χώρες πού δαπανούν για την τριτοβάθμια εκπαίδευση  τριπλάσια  έως και τετραπλάσια ποσά (σε σταθερές τιμές) από την Ελλάδα, έχουν πολλαπλασιάσει τον αριθμό των εισακτέων στα Πανεπιστήμιά τους με μείωση των τμημάτων που λειτουργούν σε αυτά! Ιδιαίτερα στην Αγγλία (που δαπανά 2,5 περίπου φορές περισσότερο από την Ελλάδα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) μειώθηκε ο αριθμός των τμημάτων και αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των φοιτητών. Για την αντιμετώπιση όμως του κόστους, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να καθιερώσει δίδακτρα.

Αλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Νορβηγία η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, δαπανά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ποσά τουλάχιστον τριπλάσια από αυτά που δαπανά η Ελλάδα. Από επικοινωνία που είχα με το Υπουργείο Παιδείας της Νορβηγίας, πληροφορήθηκα ότι στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Νορβηγίας (Norwegian School of Economics and Business Administration) ο αριθμός των τμημάτων μειώθηκε από 12 σε 6! (Αποτελεί  ειρωνική σύμπτωση ότι στο αντίστοιχο δικό μας  επιδιώκεται ακριβώς το αντίθετο). Αυτό έγινε όχι με κατάργηση, αλλά με σύμπτυξη των λειτουργούντων τμημάτων. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η Νορβηγία, όχι μόνο έχει από  τις υψηλότερες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα ικανοποιεί πλήρως και την ζήτηση γι’ αυτήν απορροφώντας μάλιστα και μέρος της ζήτησης από τις γειτονικές σκανδιναβικές χώρες!

 

Ας εξετάσουμε λίγο περισσότερο την οικονομική διάσταση. Η δημιουργία ενός νέου τμήματος επιβαρύνει τον προϋπολογισμό ενός Πανεπιστημίου (δηλαδή του κράτους) με κόστος τουλάχιστον  διπλάσιο αυτού που προκαλείται από την ίδρυση ενός διατμηματικού προγράμματος. Ενα τμήμα μεσαίου μεγέθους με μέσο απαιτούμενο εργαστηριακό εξοπλισμό έχει ετήσιο κόστος που φθάνει τα 0,5 δισ. δρχ.. Αυτό το κόστος, μπορεί βραχυπρόθεσμα (και μάλιστα στα αρχικά στάδια που το κόστος είναι χαμηλότερο) να καλυφθεί από τις χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε.. Είναι όμως αμφίβολο ότι θα είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί μετά το 2000 (με δεδομένο ότι σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. οι κρατικές χρηματοδοτήσεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διαρκώς μειώνονται).

Πριν από τρία χρόνια, ως Γ.Γ. του ΥΠΕΠΘ, έχοντας επισημάνει τα προαναφερθέντα προβλήματα, είχα αποστείλει εγκύκλιο προς τα Πανεπιστήμια, τονίζοντας την ανάγκη να περιορισθούν τα αιτήματα για ίδρυση νέων τμημάτων. Είναι χαρακτηριστικό  ότι την εποχή εκείνη δεν ιδρύθηκε νέο τμήμα σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ παρά τις τεράστιες πιέσεις που ασκήθηκαν.

Αλλά και στην εσωτερική λειτουργία των Πανεπιστημίων η ίδρυση νέων τμημάτων  είναι πιθανό να προκαλέσει προβλήματα, αφού πολλά από τα προτεινόμενα νέα τμήματα έχουν παρόμοια γνωστικά αντικείμενα με  ήδη λειτουργούντα. Ενδεχόμενη ίδρυση τέτοιων των τμημάτων θα έχει ως συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος των διδασκόντων τους να προέλθει από εσωτερικές μετακινήσεις ήδη υπηρετούντων διδασκόντων. Η πρακτική αυτή, που έχει παρατηρηθεί επανειλημμένα στο παρελθόν, έχει πολλές αρνητικές συνέπειες. Διδάσκοντες συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου υπηρετούν σε τμήματα άλλου γνωστικού αντικειμένου. Μερικά τμήματα εξελίσσονται σε μικρά Πανεπιστήμια (προσφέροντας ουσιαστικά όλα τα μαθήματα του προγράμματός τους τα ίδια). Διαφορετικά τμήματα προσφέρουν ίδιες ειδικεύσεις, πράγμα που προφανώς δεν έχει έννοια. Υπάρχουν ακόμα και μαθήματα που με ακριβώς τον ίδιο τίτλο προσφέρονται από διαφορετικά τμήματα. Η μη λειτουργία τέλος ενός οργάνου ευρύτερης ανταλλαγής απόψεων δεν επιτρέπει την επισήμανση των οποιονδήποτε αδυναμιών.

Μια τελευταία γενική παρατήρηση που αφορά τους διδάσκοντες στα Πανεπιστήμια: Σύμφωνα και πάλι με τα στοιχεία της EUROSTAT, από τις δαπάνες για την παιδεία, η χώρα μας διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις χώρες της Ε.Ε. για τις  αμοιβές των εκπαιδευτικών. Με δεδομένο ότι οι μισθοί των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα δεν είναι και οι καλύτεροι της Ε.Ε., είναι φανερό ότι υπάρχει μια στρεβλή ιεράρχηση προτεραιοτήτων στη χώρα μας.

Ολοι, πιστεύω, θέλουμε την ανάπτυξη των Πανεπιστημίων  για το καλό των νέων του τόπου μας. Από τα στοιχεία που προανέφερα όμως προκύπτει, νομίζω, το συμπέρασμα ότι η δημιουργία νέων τμημάτων δεν βοηθά στη κατεύθυνση αυτή. Εύχομαι, αν τελικά δημιουργηθούν νέα τμήματα, να διαψευσθούν οι ανησυχίες που προανέφερα.

 

* Ο κ. Ι. Πανάρετος είναι Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Γ.Γ. του Υπουργείου Παιδείας